ινάτι

ινάτι
τό
1) упрямство, упорство;

με το ινάτι τίποτε δεν βγαίνει — одним упрямством ничего не добьёшься;

2) гнев, ярость;

να βγάλω το ινάτι — излить свою ярость;

τον έχω ινάτι γιά... — я на него сердит за...;

μ' έπιασαν τα ινάτια — я рассердился, вспылил;

άσε τα ινάτια — брось сердиться;

§ τό ινάτι βγάνει μάτι — посл, упрямство и гнев до добра не доведут


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ινάτι" в других словарях:

  • ινάτι — το βλ. γινάτι …   Dictionary of Greek

  • ινάτι — το βλ. γινάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… …   Dictionary of Greek

  • γινάτι — και γενάτι και ινάτι, το 1. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη 2. αντιπάθεια που προέρχεται από πείσμα, εχθρική διάθεση, μίσος («τόν πιάσανε τα γινάτια») 3. παροιμ. «το γινάτι βγάζει μάτι» το πείσμα οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά ή βλάπτει τον ίδιο τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»